- τόνθων
- τόνθων· παρὰ Κορίννῃ (Fr.40), ἐπὶ νωτιαίου (cod. νοτιβίου) κρέως τὸ ὄνομα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόνθων — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *τόνθος με επίθημα ων (πρβλ. γρόνθων: γρόνθος)] … Dictionary of Greek
τονθεύομαι — Α τρώω με λαιμαργία, τενθεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τη λ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο (πρβλ. και τόνθων)] … Dictionary of Greek